- κρεκάδια
- κρεκάδια, τὰ (Α)στερεά και πυκνά υφάσματα.[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για σπάνιο παρ. τού κρέκω (πιθ. μέσω ενός αμάρτυρου *κρεκάς, -άδος) με την υποκορ. κατάλ. (-άδ)-ιον].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κρεκάδι' — κρεκάδια , κρεκάδια tapestry neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρέκω — (Α) 1. πλήττω, κρούω («οὔτοι δύναμαι κρέκην, τὸν ἴστον» δεν μπορώ να χτυπώ το ύφασμα στον αργαλειό με το χτένι, Σαπφ.) 2. υφαίνω («εἰ δὲ κἄκρεκον πέπλους», Ευρ.) 3. χτυπώ τις χορδές μουσικού οργάνου με πλήκτρο 4. (γενικά) παίζω όργανο 5. αναδίδω… … Dictionary of Greek